- ποζιτιβισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) ο θετικισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. positivisme < γαλλ. positif «θετικός» + κατάλ. -isme (< -ισμός*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποζιτιβισμός — ο (λ. λατ.), φιλοσοφική θεωρία που διδάσκει πως για κάθε γνώση πρέπει να ξεκινούμε από την εμπειρία, αλλ. θετικισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποζιτιβιστικός — ή, ό, Ν [ποζιτιβισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποζιτιβισμό … Dictionary of Greek